αγανος

αγανος
    ἀγανός
    ἀγᾰνός
    3
    (ᾰγ)
    1) ласковый, приветливый, дружелюбный; кроткий
    

(βασιλεύς, ἔπεα, εὐχωλαί Hom.; λόγοι Pind.; πρόσωπον Anth.)

    ἀγανᾷ ὀφρύϊ γελάσας Pind. — приветливо засмеявшись

    2) приятный
    

(δῶρα Hom.; ἐλπίς Aesch.)

    3) не причиняющий боли, несущий тихую смерть
    

(βέλεα Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγανος" в других словарях:

  • ἁγανός — ἀγανός , ἀγανός mild masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγανος — ἄγανος, ον (Α) [ἄγνυμι] σπασμένος, κομματιασμένος …   Dictionary of Greek

  • ἀγανός — mild masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγανος — broken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγανός — ή, ό (Α ἀγανός, ή, όν) ήπιος, ήσυχος, πράος νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός 2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος αρχ. (στον Όμηρο συχνά… …   Dictionary of Greek

  • αγανός — ή, ό 1.αυτός που δεν είναι υφασμένος πυκνά, κρουστά, αραιός: Το πανί είναι ψιλό κι αγανό. 2. χαλαρός, ήπιος: Ο κόμπος ήταν αγανός και λύθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγανώτερον — ἄγανος broken masc acc comp sg ἄγανος broken neut nom/voc/acc comp sg ἄγανος broken adverbial ἀγανός mild adverbial comp ἀγανός mild masc acc comp sg ἀγανός mild neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανώτατον — ἄγανος broken masc acc superl sg ἄγανος broken neut nom/voc/acc superl sg ἀγανός mild masc acc superl sg ἀγανός mild neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανά — ἀγανός mild neut nom/voc/acc pl ἀγανά̱ , ἀγανός mild fem nom/voc/acc dual ἀγανά̱ , ἀγανός mild fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανωτέρη — ἄγανος broken fem nom/voc comp sg (epic ionic) ἀγανός mild fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανόν — ἀγανός mild masc acc sg ἀγανός mild neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»